Ο ΤΌΠΟΣ ΜΑΣ

Οι Λοκροί ήταν αρχαίο ελληνικό φύλο, που κατοικούσε στην κεντρική Ελλάδα και συγκεκριμένα στην Λοκρίδα, η οποία στην αρχαιότητα χωριζόταν σε δύο περιοχές. Σύμφωνα με τον Στράβωνα, στα δυτικά κατοικούσαν οι Εσπέριοι ή Οζόλες Λοκροί, σε μια περιοχή η οποία βρισκόταν στους σημερινούς νομούς Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας. Στα ανατολικά («Εώα Λοκρίς») οι Λοκροί κατοικούσαν στην περιοχή του σημερινού νομού Φθιώτιδας. Αυτοί με την σειρά τους χωρίζονταν σε Λοκρούς Οπούντιους (σ' αυτούς δηλαδή που είχαν μητρόπολη τον Οπούντα) και Λοκρούς Επικνημίδιους (που ονομάζονταν έτσι από το βουνό πλάι στο οποίο ζούσαν, την Κνημίδα, με κυριότερη πόλη το Θρόνιο), αλλά, γενικά, δεν συνήθιζαν να τους διαχωρίζουν καθώς ήταν ενωμένοι σε κοινό με πρωτεύουσα την πόλη Οπούς.

Λοκρός
Ο γενάρχης, βασιλιάς και επώνυμος ήρωας της φυλής των Λοκρών, γιος του Φύσκου ή του Αμφικτύονα (τον Φύσκο θεωρούσαν πατέρα του Λοκρού οι δυτικοί Λοκροί, που ονομάζονταν και «Φυσκείς»). Σύμφωνα με κάποια παράδοση, ο Δίας έσμιξε με την ωραιότατη Καμβύση ή Καβύη, κόρη του Οπούντα, βασιλιά της Ήλιδας, και μετά την προξένεψε στον Λοκρό. Ο Λοκρός ανέθρεψε το παιδί που γέννησε η Καβύη με τον Δία σαν να ήταν δικό του και το ονόμασε επίσης Οπούντα. Μια άλλη παράδοση αναφέρει ότι ο Λοκρός ήταν σύζυγος της Πρωτογενείας και πατριός του Αεθλίου, γιου της Πρωτογενείας και του Δία. Ο μύθος για την ονομασία της Λοκρίδος λέει ότι ο Λοκρός άφησε την εξουσία στον γιο του και έφυγε με μερικούς από τους υπηκόους του για να εγκατασταθεί αλλού. Ρώτησε το μαντείο και πήρε χρησμό κατά τον οποίο έπρεπε να εγκατασταθεί εκεί όπου θα «δαγκωνόταν από ξύλινο σκύλο». Μόλις έφθασε στις δυτικές πλαγιές του Παρνασσού, ο Λοκρός τρυπήθηκε από αγκάθι μιας άγριας τριανταφυλλιάς. Τότε κατάλαβε το νόημα του χρησμού, εγκαταστάθηκε εκεί και ονόμασε τη χώρα «Λοκρίδα».

Η Λοκρίδα (αρχαία ελληνικά:Λοκρίς) χωρίζεται στην Οζολία Λοκρίδα (ή Εσπερία Λοκρίδα) και στην Οπουντία Λοκρίδα.

Ο Όμηρος (Ιλιάδα Β 527-535) αναφέρει τους Οπούντιους ότι πήραν μέρος με 40 καράβια και τέσσερις χιλιάδες πολεμιστές, αλλά όχι τους Οζολούς που μάλλον δεν είχαν αναπτυχθεί ακόμα, ενώ η Άμφισσα αποτελούσε ίσως μέρος του βασιλείου της Καλυδώνας (ο Παυσανίας αναφέρει ότι στην πόλη υπήρχαν οι τάφοι του Ανδραίμονα και της Γοργούς, αλλά και την παράδοση για το άγαλμα της Αθηνάς που έφερε ο Θόας από την Τροία). Ακόμα ο Μενοιτιάδης Πάτροκλος, ο γιός του Μενοίτιου, και εγγονός της Αίγινας και του Άκτορος καταγόταν από τον Οπούντα.

*** ο Άκτωρ ήταν εγγονός του Ξούθου γιού του Έλληνα, ήταν γιος του βασιλιά της Φωκίδας Διηόνη και της Διομήδης.

*** ο δε Μενοίτιος ήταν Θεσσαλός ήρωας που είχε εγκατασταθεί στον Οπούντα της Λοκρίδας. Όταν όμως ο γιός του ο Πάτροκλος, παίζοντας αστραγάλους φιλονίκησε και σκότωσε το γιό του Αμφιδάμαντα, τον Κλεισώνυμο, έφυγε με το γιο του και ζήτησε καταφύγιο στη Φθία κοντά στον Πηλέα, πατέρα του Αχιλλέα όπου και παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής του.

Οζολία Λοκρίδα

Η Οζολία Λοκρίδα ήταν το δυτικό τμήμα της περιοχής της Λοκρίδας, δυτικά των Δελφών και χωριζόταν από την Οπουντία Λοκρίδα με το όρος Παρνασσός και την Δωρίδα. Δυτικά εκτεινόταν μέχρι το Αντίρριο και ανατολικά μέχρι την φωκική πόλη Κρίσα (σημερινό Χρισσό). Βόρεια συνόρευε με την Δωρίδα, ανατολικά με την Φωκίδα, δυτικά με την Αιτωλία και νότια με τον Κορινθιακό κόλπο. Οι κάτοικοί της ονομάζονταν Οζολοί ή Εσπέριοι Λοκροί και γεωγραφικά καταλάμβανε περίπου τον σημερινό νομό Φωκίδας.
Η πρωτεύουσα της Οζολίας ήταν η Άμφισσα η οποία βρίσκεται στην βόρεια άκρη του Κρισαίου Πεδίου και καταστράφηκε το 338 π.Χ. από τον Φίλιππο Β' της Μακεδονίας. Η άλλη σημαντική πόλη αλλά και το κυριότερο λιμάνι της περιοχής ήταν η Ναύπακτος όπου οι Οζολοί Λοκροί έφτιαχναν τα πλοία του στόλου τους όπως δείχνει και το όνομα της πόλης (από το αρχαίο ναύς που σημαίνει πλοίο), η οποία δέχθηκε επίθεση από τους Αθηναίους ενώ ήρθαν στην πόλη Μεσσήνιοι πρόσφυγες. Κοντά στην Ναύπακτο υπήρχε η πόλη Χαλκίς και ο λόφος Ταφίασσος όπου βρίσκονταν οι τάφοι των κενταύρων όπου όπως λεγόταν, από τα σώματα τους που είχαν αποσυντεθεί ανάβρυζε ένα δύσοσμο νερό από όπου ίσως να προήλθε το όνομα των Οζολών Λοκρών. Άλλες σημαντικές πόλεις κοντά στην θάλασσα ήταν η Οιάνθεια (κάποιοι πιστεύουν ότι η τοποθεσία της πόλης βρίσκεται στο σημερινό Γαλαξίδι, ενω άλλοι πιστεύουν ότι εκεί βρισκόταν η πόλη Χάλειον και πως η Οιάνθεια βρισκόταν πίο δυτικά) και το Ευπάλιο. Επίσης υπήρχε η πόλη Αλωπή ενώ σημαντικό οχυρό ήταν η Μυωνία (σημερινή Αγία Ευθυμία).
Ορεινή περιοχή, με τα βουνά Κόραξ (σημερινά Βαρδούσια), Ασέληνον όρος (σημερινή Γκιώνα) και Παρνασσό και τον ποταμό Ύλαιθο (σημερινός Μόρνος).
Άλλες σημαντικές πόλεις της Οζολίας Λοκρίδας ήταν η Τριταία, η Μεσσαπία, το Τείχιο, το Κροκύλειο, η Ποτιδάνεια, ο Τολοφώνας, η Αντίκυρα και οι Ερυθραί.

Οπουντία Λοκρίδα

Η Οπουντία Λοκρίδα αποτελούσε το ανατολικό τμήμα της Λοκρίδας βόρεια της Φωκίδας και βορειοδυτικά της Βοιωτίας, κατά μήκος του Βόρειου Ευβοϊκού κόλπου, από τις Θερμοπύλες κοντά στον Μαλιακό κόλπο μέχρι την πόλη Αλαί (σημερινός Θεολόγος) που αποτελούσε το σύνορο με την Βοιωτία. Ουσιαστικά είναι περίπου η σημερινή περιοχή της επαρχίας Λοκρίδας του νομού Φθιώτιδας.
Η ανατολική Λοκρίδα λοιπόν συνέπιπτε κατά την αρχαιότητα με τη λωρίδα γης που εκτεινόταν από τις Θερμοπύλες ως τη Λάρυμνα και οριζόταν Δ - ΝΔ από τους ορεινούς σχηματισμούς του Καλλιδρόμου, της Κνημίδας και του Χλωμού. Συνόρευε δυτικά με την κοιλάδα του Σπερχειού, του Μαλιείς και τους Οιταίους, Ν - ΝΔ με τους Φωκείς, Ν - ΝΑ με τους Βοιωτούς.
Πρωτεύουσα ήταν ο Οπούς (σημερινή Αταλάντη) που άκμασε κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. και από αυτήν οι κάτοικοι ολόκληρης της Ανατολικής Λοκρίδας ονομάζονταν Οπούντιοι Λοκροί. Επίνειο της πρωτεύουσας αποτελούσε ο Κύνος (σημερινές Λιβανάτες), απέναντι από την Αιδηψό όπου τελείωνε ο Οπούντιος Κόλπος. Μεταξύ του Οπούντα και του Κύνου υπήρχε εύφορη πεδιάδα. Στον Κύνο λέγεται ότι έζησε ο Δευκαλίων και εκεί υπάρχει ο τάφος της γυναίκας του Πύρρας. Ο Όμηρος αναφέρει ότι ο Πάτροκλος ήταν από τον Οπούντα (η σημερινή πόλη Αταλάντη) ενώ ο βασιλιάς Αίας ο Λοκρός ήταν από την πόλη Νάρυξ (βρισκόταν δυτικά του σημερινού χωριού Ρεγγινίου, στη θέση «Παληοκάστρα»). Κοντά στον Μαλιακό κόλπο ήταν η Αλωπή (συνώνυμη με αυτή της Οζολίας Λοκρίδας), η Δαφνούς (σημερινό χωριό Άγιος Κωνσταντίνος) που αργότερα κατεδαφίστηκε και η Ελάτεια. Μετά την Δαφνούντα υπάρχει το όρος Κνημίς όπου οι Λοκροί εκεί ονομάζονταν Επικνημίδειοι.
Γνωστός ήταν ο ποταμός Βοάγριος ή Μάνης όπως αναφέρει ο Στράβων, ο οποίος πήγαζε από το όρος Κνημίς και κατέληγε στον Ευβοϊκό μεταξύ των πόλεων Σκάρφεια και Θρόνιο πιο πάνω από τις οποίες βρίσκονταν η Νίκαια και η Ηράκλεια κοντά στις οποίες βρισκόταν το βουνό Οίτη, ενώ μικρότερος ποταμός ήταν ο Πλατάνιος.
Άλλες σημαντικές πόλεις της Οπουντίας Λοκρίδας ήταν ο Κάλιαρος, η Βέσα, οι Αυγείαι, η Λάρυμνα και η Τάρφη, Αβαί, Κορσεία, Αλπήνοι, Βουμελιταία και Κυρτώνη.

Ο Παρνασσός, η Φωκίδα και η Τετράπολη των Δωριέων χώριζαν τους Οζολούς Λοκρούς (Δυτικοί) από τους Οπούντιους Λοκρούς (Ανατολικοί), με σημαντικότερες πόλεις τους την Άμφισσα και τον Οπούντα αντίστοιχα.
Η Άμφισσα, η Οιάνθεια, ο Φύσκος (σημερινό Μαλανδρίνο) και η Μυωνία (σημερινή Αγία Ευθυμία), κάτοικοι της οποίας είχαν αφιερώσει και μία ασπίδα στον Δία στην Ολυμπία, ήταν οι σημαντικότερες πόλεις των Οζολών Λοκρών, ενώ το σημαντικότερο λιμάνι τους ήταν η Ναύπακτος.
Στην Οπούντια (Ανατολική) Λοκρίδα σημαντικές πόλεις ήταν ο Οπούντας (στην περιοχή της σημερινής Αταλάντης), το Θρόνιον, η Νίκαια, η Σκάρφεια και ο Κύνος (επίνειο του Οπούντα).

Το όνομα Οζολοί Λοκροί, σύμφωνα με τον Παυσανία, προερχόταν από το ρήμα όζω που σημαίνει μυρίζω άσχημα επειδή κατά μία εκδοχή δεν φορούσαν ενδύματα από ύφασμα αλλά προβιές ζώων. Αναφέρονται τον καιρό του Πελοποννησιακού πολέμου από τον Θουκυδίδη ως ημι-βάρβαροι όπως οι Αιτωλοί και οι Ακαρνάνες. Συχνά επίσης αναφέρονται και ως Εσπέριοι.

Άλλες εκδοχές που αναφέρει ο Παυσανίας (Φωκικά, Λοκρών Οζολών, κεφ. XXXVIII) για την προέλευση του ονόματος Οζολοί είναι:

  1. ότι ο Νέσσος, ο πορθμεύς του Εύηνου πληγώθηκε από τον Ηρακλή και κατέφυγε πληγωμένος στην χώρα των Εσπερίων Λοκρών όπου πέθανε χωρίς να ταφεί και έβγαζε μια άσχημη οσμή
  2. ότι οι αναθυμιάσεις από το νερό ενός ποταμού ανέδιδαν άσχημη οσμή (ο Στράβωνας συνδέει την εκδοχή αυτή με την προηγούμενη)
  3. ότι στην περιοχή φύτρωνε άφθονος ασφόδελος
  4. ότι η σκύλα του βασιλιά των Λοκρών Ορυσθέως, γέννησε ξύλο αντί για σκύλο, το οποίο εκείνος έχωσε στη γη και την άνοιξη φύτρωσε κλήμα αμπέλου και από τους όζους του ξύλου προήλθε το όνομα των Οζολών

Οι Λοκροί της Ανατολικής Λοκρίδας ονομάζονταν Οπούντιοι, λόγω της πόλης του Οπούντα ή Επικνημίδιοι όσοι από αυτούς κατοικούσαν κοντά στο όρος Κνήμις.
Οι Λοκροί ήταν οι πρώτοι που ονομάστηκαν Έλληνες, από τον Έλληνα, γιο του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, οι οποίοι προέρχονταν από την Οπουντία Λοκρίδα.
Μερικά από τα ονόματα των πόλεων, προέρχονται από μυθολογικά πρόσωπα που είχαν σχέση με τον Λοκρό (Οπούντας, Κύνος, Φύσκος).

Κνημίδες (το βουνό Γουβάλι,στους πρόποδές του βρίσκονται τα Καμμένα Βούρλα)
Πόλη της Επικνημιδίων Λοκρών, που κατά το Στράβωνα βρίσκεται σε θέση ερυμνή δηλαδή οχυρή - προστετευμένη μετά το Δαφνούντα (σημερινό χωριο Άγιος Κωνσταντίνος), κάπου είκοσι στάδια από τη θάλασσα. Η κορυφή της Κνημίδος, που είναι ακριβώς πάνω από το Ασπρονέρι ονομάζεται Βουβάλι ή Γουβάλι. Πάνω σε αυτή την κορυφή εντοπίστηκαν λείψανα οχύρωσης ύστερης κλασσικής εποχής, που πιθανόν να αποτελούν τα τείχη της ακρόπολης των Κνημίδων.
(στην φωτογραφία ο Μαλιακός κόλπος - δεξια το βορειότερο άκρο της Εύβοιας)

Θρόνιο
Μία από τις σημαντικότερες πόλεις των Επικνημιδίων Λοκρών, την οποία αναφέρει ο Όμηρος στον Νηών κατάλογο της Ιλιάδας, είναι το Θρόνιο. Η θέση του ταυτίζεται με την περιοχή Μάρμαρα, πεντακόσια περίπου μέτρα από τη γέφυρα του Βοαγρίου Ποταμού επί της εθνικής οδού Αθηνών - Θεσσαλονίνης.
Η στρατηγικής σημασίας θέση του Θρονίου, επάνω στο σημαντικότερο ως σήμερα οδικό άξονα που συνδέει το βόρειο με το νότιο τμήμα της ελληνικής χερσονήσου υπήρξε καθοριστική για τις ιστορικές τύχες της πόλεως γενικά.
Σύμφωνα με τις πηγές της αρχαίας ελληνικής γραμματείας το Θρόνιο καταλήφθηκε από τους Αθηναίους το 431 π.κ.χ. Το 426π.Χ. καταστράφηκε ολοκληρωτικά από σεισμό ο οποίος προκάλεσε το θάνατο σε 850 περίπου κατοίκους του. Η πόλη ανοικοδομήθηκε, αλλά με την κατάληψή της από το Φωκέα το 353 π.κ.χ., κατά τον Γ΄Ιερό Πόλεμο οι κάτοικοί της πωλήθηκαν ως δούλοι. Το 346 π.κ.χ. κατακτήθηκε από το Φίλιππο Β΄ της Μακεδονίας, ενώ αργότερα αποτέλεσε τμήμα της Αιτωλικής Συμπολιτείας από την οποία την διεκδίκησε πολλές φορές στα τέλη του 3ου αιώνα π.κ.χ. ο Φίλιππος ο Ε΄της Μακεδονίας. Ο Ρωμαίος ανθύπατος Τίτος Κόιντος Φλαμινίνος συναντήθηκε το 198 π.κ.χ. με τον Φίλιππο Ε΄το Μακεδόνα «προς τον κατά Θρόνιον Αιγιαλόν» προκειμένου να διαβουλευθούν.
Κατά μία άποψη η πόλη όφειλε το όνομά της στη νύμφη Θρονία. Μεταξύ αρκετών κινητών ευρημάτων δύο χάλκινα νομίσματα των Επικνημιδίων Λοκρών χρονολογούμενα στον 4ου αιώνά π.κ.χ. περισυλλέχθηκαν από επιφανειακά στρώματα στον αρχαιολογικό χώρο του Θρονίου. Ο εμπροσθότυπος του ενός κοσμείται με κεφαλή Αθηνάς ενώ του δευτέρου με κεφαλή Απόλλωνος.

Νάρυκα (Επικνημίδια Λοκρίδα)
Ο μοναδικός κηρυγμένος αρχαιολογικός χώρος εντός των ορίων του Δήμου Καμμένων Βούρλων βρίσκεται δυτικά του οικισμού Ρεγγινίου, στη θέση «Παληοκάστρα».
Στην περιοχή αυτή τοποθετείται η πόλη Νάρυξ, γενέτειρα του Αίαντος του Οϊλέως. Πρόκειται για τη μόνη λοκρική πόλη, η θέση της οποίας έχει επιβεβαιωθεί χάρη στην εύρεση εκεί σχετικής επιγραφής, την οποία δημοσίευσε ο Αρχαιολόγος Ν. Παπαδάκης το 1920 μ.κ.χ. στο Αρχαιολογικό Δελτίο.

Βωμός Ηρακλέως στα Καμμένα Βούρλα
Το Νοέμβριο του 1937 μ.κ.χ. ο διακεκριμένος αρχαιολόγος Charles Henry Oldfather ανακάλυψε στους πρόποδες του όρους Κνημίς, τετρακόσια περίπου μέτρα ΝΔ των ιαματικών πηγών των Καμμένων Βούρλων ένα λαξευμένο σε ασβεστολιθικό βράχο βωμό, τον οποίο δημοσίευσε στο AJA to 1940 μ.κ.χ.. O Contstantine Yavis εκδίδοντας το 1949 μ.κ.χ το βιβλίο Greek Altars κάνει ιδιαίτερη μνεία περί του βωμού των Καμμένων Βούρλων, τον οποίο χαρακτηρίζει ως βωμό εξέδρα δίχως να παρέχει οποιαδήποτε πληροφορία περί της χρονολογήσεώς του. Ενδεικτική επιφανειακή κεραμική, που περισυλλέχθηκε από το περιβάλλοντα χώρο χρονολογείται από τους ύστερη κλασσική εποχή έως και τη ρωμαιοκρατία. Επιπλέον η ονομασία του χώρου «Κολυμπύθρες» αποτελεί αποχρώσα ένδειξη για την πιθανή συνέχιση χρήσεως του χώρου κατά τους βυζαντινούς χρόνους.
Η σεισμικότητα της περιοχής και οι πολλές θερμές πηγές συνδέουν κυρίως την Επικνημίδια Λοκρίδα με τον κορυφαίο ήρωα και ημίθεο των Ελλήνων, τον Ηρακλή. Κέντρο της λατρείας του ήταν η Οίτη, το ιερό βουνό των Λοκρών, που υψώνεται πάνω από την Επικνημίδια Λοκρίδα. Σύμφωνα με το μύθο ο Ηρακλής μετά από κάθε άθλο πήγαινε σε ιαματικές πηγές προκειμένου να γιατρέψει τις πληγές του. Για το λόγο αυτό οι Έλληνες αφιέρωναν βωμούς στον Ηρακλή κοντά σε ιαματικές πηγές. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στην αρχαία ελληνική γραμματεία περί της καταστροφής από τους Πέρσες στις Θερμοπύλες ενός βωμού αφιερωμένου στον Ηρακλή.