Δημοσθένης Παπαμάρκος:Ο συγγραφέας του δημοφιλούς «Γκιακ» μιλά για τα αρβανίτικα, τα μακεδονικά, τους διανοούμενος, το HBO και την επιθυμία του να γράψει μία ελληνική ταινία τρόμου

2019-01-30

Κρυφή η δουλειά που κάνω στο Γιούνιον, κρυφή κι αυτή που έκανα στο πόλιεμο, απλά εδώ δε με λένε κίλλερ, εδώ με λένε νόκερ, κι είν' έτσ' στ' αυτά πιο ωραίο».

Στα δεκατρία του, ο πατέρας του ξεκίνησε να του λέει ότι πρέπει να γράψει ένα βιβλίο. Έφταιγαν οι εκθέσεις του. Κάθε φορά που τις διάβαζε, του το έλεγε όλο και πιο ζεστά. Όχι πιεστικά, ενθαρρυντικά. Στα δεκαπέντε του, έγραψε το πρώτο του βιβλίο. Ήταν ένα sci-fi μυθιστόρημα που λεγόταν «Η αδελφότητα του πυριτίου».

Ο Δημοσθένης Παπαμάρκος έχει ακριβώς το προφίλ που έχουμε στο μυαλό μας για έναν άνθρωπο που στα 36 του έχει γράψει πέντε πεζογραφήματα, ένα κόμικ, έχει διδακτορικό από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, δύο βραβεία Λογοτεχνίας και αρκετούς ακόμη τιμητικούς τίτλους.

Είναι κλειστός. Μοιάζει ντροπαλός. Και κάπως τρομακτικά σοβαρός. Όλα αυτά μέχρι να έρθει στο σημείο συνάντησής σας. Να παραγγείλει ένα διπλό αμερικάνο που, κατά τη διάρκεια της συζήτησης, θα γίνουν δύο. Και να σου πει να μιλάτε στον ενικό με την αγαλλίαση μικρού παιδιού που παραδέχεται στη μαμά του ότι αυτό έσπασε το βάζο της γιαγιάς.

Τότε γίνεται ευχάριστος, «μιλάει πολύ» (όπως θα παραδεχτεί ο ίδιος) και δεν είναι φαν της γραφής του Νίκου Καζαντζάκη. Θεωρεί τον εαυτό του τυχερό που συνεργάστηκε με τον Γιάννη Οικονομίδη και εκτίμησε το επαγγελματικό ήθος του Τζίμη Πανούση.

Ο άνθρωπος που τον κατάπιε το κινητό του

Το πρώτο του βιβλίο το έγραψε το 1998. Ήταν ένα sci-fi μυθιστόρημα όπου ο πρωταγωνιστής καταπίνεται από τον υπολογιστή του. Το #30yearschallenge του θα μπορούσε να είναι ένα σίκουελ όπου ο πρωταγωνιστής θα καταπίνεται από το κινητό του;

«Μάλλον όχι. Όχι ότι δεν είναι ενδιαφέρον θέμα. Το αντίθετο, πρέπει να πω ότι το βιώνω και εγώ καθημερινά. Απλά έχει μετακινηθεί το ενδιαφέρον μου καλλιτεχνικά από το sci-fi. Το θέμα της εξάρτησης από την τεχνολογία το πέρασα μικρός. Σαν την ανεμοβλογιά».

Πρόσφατα έσβησα όλες τις εφαρμογές social media από το κινητό γιατί συνειδητοποίησα ότι κατά τη διάρκεια του χρόνου που βαριόμουν, τις χρησιμοποιούσα σε βαθμό τέτοιο ώστε να θολώνει το μυαλό μου.

Δεν είχα μία παραγωγική βαρεμάρα, να σκεφτώ για παράδειγμα τι θα φάω ή τη λίστα του σούπερ μάρκετ ή κάτι.

Η βαρεμάρα είναι σημαντική. Είναι η διαδικασία εκπαίδευσης και ωρίμανσης και εσύ φοβάσαι μη μείνεις μία στιγμή μόνος.

Είμαστε πολύ διαφορετικοί στα προφίλ μας στα social media. Έχει ενδιαφέρον ότι μπορεί να γνωρίσεις έναν άνθρωπο από κοντά αφότου έχεις δει τη διαδικτυακή του περσόνα και να πεις "εντάξει, αυτός είναι φυσιολογικός". Ακόμα δεν το έχω λύσει το θέμα.

Πάντοτε είχα μία τάση μη έκθεσης. Με ζόριζε και με ζορίζει να ξέρει ο καθένας πού είμαι, τι τρώω, με ποιον είμαι, αν περνάω καλά.

Το Instagram πρέπει να το ταΐζεις συνέχεια με stories και posts για να έχεις followers. Οπότε καταλαβαίνω την ανάγκη που μπορεί να έχει κάποιος να έχει followers».

Του εξηγώ λίγο τη νέα νέτφλιξ φρενίτιδα που ακούει στο όνομα «You». Δεν το έχει δει. Όμως στο άκουσμα της ιστορίας ότι πρόκειται για έναν τύπο που ξεκινάει με το να «στοκάρει» τα social media της κοπέλας που του αρέσει, απαντά κάπως αδιάφορα: «Εντάξει, αυτά τα έχουμε κάνει όλοι. Τσεκάρεις κάποιον, όταν γνωρίσεις, στα social media».

«Γκιακ», δάκρυα και ιδρώτας γι' αυτούς που πεθαίνουν και έχουν φίλους στα social media

Την όλη οδύνη που κατά καιρούς βλέπουμε στα social media να μοιράζεται απλόχερα και να κερδίζει likes και θλιμμένα emoticons τη βλέπει (όπως ευτυχώς βλέπουν ακόμη και κάποιοι από εμάς) ως κάτι το αστείο.

«Κατά βάση, έχει γυρίσει ο φακός προς τα μέσα. Η κάμερά μας, αντί να κοιτάει τον κόσμο, κεντράρει στον εαυτό μας. Για μένα είναι πρόβλημα ότι ασχολούμαστε τόσο πολύ με εμάς και όχι με το γύρω από εμάς και με τους άλλους. Στα social media σού δίνεται ένα βήμα που δεν το είχες πριν. Μέσα από αυτό, θεωρείς και ότι ακούγεσαι, που κατά βάση δεν ακούγεσαι. Και ότι έχεις μία επιρροή και στην περίπτωση των θανάτων, για παράδειγμα, διεκδικείς ένα κομμάτι από την προβολή του νεκρού. Δεν προσθέτεις στην εικόνα του νεκρού, παίρνεις από αυτήν.

Είναι η ατάκα του Λιακόπουλου: "Κάμερα σε μένα", "έχω και εγώ να σας πω ότι πόνεσα με αυτήν την απώλεια του τάδε".

Το πένθος είναι κάτι προσωπικό. Δεν είναι κάτι το οποίο διαφημίζεται.

Είναι η αίσθηση ότι κάτι θα χάσεις από αυτό που γίνεται έξω. Είναι επίπλαστο όμως όλο αυτό γιατί και παλιά δεν χάναμε. Ζούσαμε. Όλο αυτό είναι και ένα είδος περίσπασης».

Η ζωή προ «Γκιακ»: Η Οξφόρδη, η βαρεμάρα και ένα επαγγελματικό απωθημένο

«Όταν ήμουν στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης δούλευα σε ένα πρότζεκτ ως βοηθός στην ψηφιοποίηση του αρχείου ενός επιγραφικού. Κατά βάση, επί ένα χρόνο φωτοτυπούσα και σκάναρα το αρχείο του τύπου. Ήταν part time δουλειά, δηλαδή πήγαινα οκτώ ώρες την εβδομάδα, αλλά τώρα φαντάσου ένα οκτάωρο σε φωτοτυπικό. Δεν περνάει η ώρα με τίποτα.

Δεν με κράτησε το εξωτερικό γι' αυτό και δεν αποφάσισα να μείνω εκεί. Δεν μου έκανε η ζωή. Τουλάχιστον όχι στην Οξφόρδη, που έμεινα τα περισσότερα χρόνια. Και γενικότερα όμως, η μικρή εμπειρία που είχα από άλλες χώρες όπως η Γερμανία, ούτε αυτή με έπεισε ότι θέλω να μετακομίσω εκεί. Επιπλέον, όταν θες να δουλέψεις σε έναν τομέα όπως ο δικός μου όπου κατά κύριο λόγο έχεις να κάνεις με τη γλώσσα, ένιωθα και νιώθω ότι το να βρίσκεσαι εκεί όπου μιλιέται η γλώσσα είναι και το μέρος όπου κινούνται τα πράγματα.

Ένας τομέας που με ενδιέφερε και με ενδιαφέρει πολύ είναι το game design και γενικά το σενάριο για παιχνίδια. Δεν μου έκατσε τότε. Μάλλον καλύτερα. Δεν ξέρω εάν τελικά θα μπορούσα να ανταποκριθώ στις απαιτήσεις μιας τέτοιας δουλειάς.

Όταν κάποια στιγμή σκεφτόμουν να αφήσω το διδακτορικό μου, είχα κάνει προσπάθειες να βρω δουλειά στην Αγγλία, αλλά μάλλον δεν ήταν το σωστό timing. Πάνω που είχα κάνει τις πρώτες συνεντεύξεις, άρχισα να προχωράω με το διδακτορικό οπότε έπρεπε να διαλέξω. Αν είχα κάνει διαφορετική επιλογή τότε, δεν ξέρω τι θα λέγαμε τώρα».

Το επαγγελματικό απωθημένο του Δημοσθένη

«Θα ήθελα να γράψω το σενάριο για μία ταινία τρόμου μεγάλου μήκους. Ελληνική, κατά προτίμηση. Θεωρώ ότι έχουμε μία παράδοση πολύ ενδιαφέρουσα σε αυτό το κομμάτι και με έναν τρόπο δεν έχει αξιοποιηθεί αρκετά ακόμα.

Και μία υποσημείωση: Το «Κακό» δεν το θεωρεί ελληνικό horror. Δεν είναι του γούστου του γιατί έχει χαρακτήρες του εξωτερικού. «Η αποκάλυψη των Ζόμπι δεν ανήκει στην ελληνική παράδοση. Είναι σαν να φέρνεις το Βρικόλακα του Κρίστορ Λι να παίζει στην Αθήνα».

Γλώσσες, γλώσσες παντού: Ελληνικά, Μακεδονικά, Μακεδονίτικα, Αρβανίτικα

Ελληνικά: «Δεν ξέρω εάν είμαι αρμόδιος να τοποθετηθώ πάνω στην εξέλιξη της γλώσσας μας και αν αυτή είναι καλή ή κακή. Αν το κάνω, πιστεύω θα σου δώσω μπακαλίστικη απάντηση. Γι' αυτό και θα πω το κλισέ ότι η γλώσσα είναι ζωντανό πράγμα, οπότε η όποια μορφή παίρνει, είναι για καλό. Γιατί πάντα ένας οργανισμός εξελίσσεται ως προς τις ανάγκες της εποχής του».

Μακεδονικά μετά Συμφωνίας Πρεσπών: «Για να εκφράσω άποψη θα ήθελα να έχω ασχοληθεί λίγο με την ιστορία του όλου πράγματος και δεν το έχω κάνει. Εμένα η ενημέρωσή μου είναι από τον αφρό της επικαιρότητας. Η αλήθεια είναι ότι ακούμε πολλά. Για να μπορούμε όμως να κρίνουμε θα πρέπει να είμαστε ενημερωμένοι. Εγώ δεν είμαι.

Η μάνα μου είναι από ένα χωριό της Δυτικής Μακεδονίας, ποντιακής καταγωγής. Το χωριό της είναι μισό-μισό. Εκεί, τα λένε ή σλάβικα ή γαλλικά κατ' ευφημισμό. Αλλά μακεδονικά, όχι δεν τα λένε. Όχι εκεί, τουλάχιστον. Πρέπει να δεις την ιστορία του πράγματος προτού συγκροτηθούν τα έθνη κράτη και άρα δημιουργήσουν το δικό τους αφήγημα για το τι είναι τι.

Η Πηνελόπη Δέλτα γράφει ως μακεδονίτικα, τη μίξη ελληνικών και σλάβικων».

Αρβανίτικα: «Μεγάλωσα στη Μαλεσίνα Φθιώτιδας σε ένα περιβάλλον όπου μιλιόταν και μιλιέται ακόμα αυτή η γλώσσα. Με τα αδέρφια μου καμιά μιλάμε σε αυτήν τη γλώσσα μεταξύ μας και κοροϊδεύουμε λίγο. Είναι κακό μάλλον αυτό, αλλά το κάνουμε. Η μητέρα μου ήταν πάντοτε των "καθαρών" ελληνικών. Οπότε κάθε φορά που μας ξέφευγε κάτι, μας μάλωνε. Από την άλλη, οι παππούδες μου μιλούσαν έτσι, κάποιοι φίλοι μου μιλούσαν έτσι, ο οικογενειακός περίγυρος σε διαβαθμίσεις έντασης, μιλούσε έτσι».

Η ζωή με το «Γκιακ»: Οι κριτικές, η ορθογραφία, οι αντιήρωες που δεν κατάλαβαν

Στην πρώτη σελίδα του βιβλίου του, μαθαίνουμε ότι «Γκιακ»σημαίνει αίμα. Στην αμέσως επόμενη ένας παράλογος συνδυασμός λέξεων πνιγμένων στο αρβανίτικο ιδίωμα και παράλληλα ολοζώντανων, διασωσμένων από το πηγάδι της επαρχιώτικης λήθης τους, ξεκινά.

«Ήταν δύο οι λόγοι που έγραψα το "Γκιακ" σε αυτή τη γλώσσα. Ο ένας, ουσιαστικά, με ανάγκασε και ο άλλος απλώς με "τσίγκλισε". Το "τσίγκλισμα" είχε να κάνει με μια δική μου ανάγκη να δω τα όρια αυτής της γλώσσας. Δηλαδή, κατά πόσο θα μπορούσα εγώ να πω τα πράγματα που θέλω σε μία γλώσσα η οποία με περιόριζε όσον αφορά την έκφραση κάποιων πιο υψηλών ή αφηρημένων νοημάτων. Πώς ξεπερνάς το ότι δεν έχεις πρόσβαση στη λόγια παράδοση για να μιλήσεις για κάτι λίγο πιο φιλοσοφικό;

Μπορώ να πω μία ιστορία που είναι βασισμένη στον προφορικό λόγο με αυτόν το ρυθμό σε αυτήν τη γλώσσα; Ήταν ένα πείραμα.

Ο δεύτερος λόγος που το έκανα ήταν γιατί όταν καταστάλαξα στο σχέδιο του βιβλίου, θεώρησα ότι εφόσον οι ήρωές μου είναι αυτοί και μιλάνε σε πρώτο πρόσωπο, δεν θα μπορούσαν να μη μιλάνε αυτήν τη γλώσσα. Η γλώσσα τους είναι δηλωτική του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνονται τον κόσμο, που είναι και ο βασικός άξονας των αφηγήσεών τους.

Σίγουρα ο τρόπος γραφής είναι ένας λόγος που το βιβλίο τράβηξε τον κόσμο, αλλά στο πρώτο επίπεδο, το πιο αισθητικό και μαρκετινίστικο, η απάντηση είναι "δεν ξέρω".

Όταν τελειώσαμε με το βιβλίο πιστεύαμε ότι πρόκειται για ένα βιβλίο εντελώς αντιεμπορικό. Δεν υπήρχε κάποια τάση επιστροφής στην παράδοση, χρήσης του ιδιώματος κτλ. για να πιστεύουμε το αντίθετο.

Στο τετ α τετ είχα κάποια αρνητικά σχόλια αλλά στην ευγενική εκδοχή του "μου άρεσε αυτό, αλλά γιατί έκανες το άλλο"».

Θυμήθηκα την ιστορία με τους δύο στρατιώτες που [σπόιλερ] ερωτεύονται ο ένας τον άλλον. Τον ρώτησα πώς πήραν αυτήντην ιστορία οι συγχωριανοί του. Εκείνος γέλασε και ήπιε μερικές γουλιές από τον διπλό αμερικάνο του.

«Από το χωριό δεν είχα feedback. Κάπως δεν "το μιλάμε". Στο χωριό είμαι ο Δημοσθένης, ο φίλος ή ο γιος του τάδε, οπότε τα πράγματα είναι πιο απλά. Υπάρχουν και από εκεί άνθρωποι που μου είπαν ότι τους άρεσε το βιβλίο μου αλλά δεν έχει έρθει κάποιος αντίστοιχα να μου πει "μας ντροπιάζεις, τι γράφεις".

Οι αρχικές κριτικές του βιβλίου ήταν κάπως ένα μούδιασμα. Μετά τους πρώτους μήνες κυκλοφορίας άλλαξε η τάση.

Για μένα είναι σημαντικό και το θέμα του γούστου. Μπορεί να λες ότι είναι "καλό αυτό" και να το διαβάσεις και να μη σου αρέσει γιατί σου "κλωτσάει" η γλώσσα ή το θέμα της ιστορίας ή οτιδήποτε. Στο Goodreads έχω διαβάσει αυτό το "ναι, τώρα, πάλι, μιλάμε για τη Μικρασία". Είναι απολύτως σεβαστό αυτό»

Η ερώτηση του εκατομμυρίου: Οι διορθωτές του βιβλίου πώς ήξεραν αν γράφει κάτι σωστά ή λάθος;

«Υπήρχε εμπιστοσύνη [γέλια - πρέπει να ήταν η πρώτη φορά που γέλασε στο πρώτο εκείνο μισάωρο της συνάντησής μας].

Το καλό με αυτή τη γλώσσα είναι ότι πρόκειται για ιδίωμα, όχι για διάλεκτο. Είναι τα νεοελληνικά, όπως λίγο πολύ τα ξέρουμε, με κάποιες διαφορές στην εκφορά και σύνταξη πιο προφορική. Οπότε επειδή τυχαίνει οι εκδότες και επιμελητές μου να ήταν άνθρωποι και με ευρεία παιδεία και με "επαρχιώτικη", δεν βρήκαμε δυσκολίες να μπούμε σε αυτόν τον κόσμο.

Το δύσκολο ήταν το θέμα με την ορθογραφία. Τι κανόνα βάζουμε για το πώς γράφεται τι. Είχε λίγο παίδεμα αυτό, είναι η αλήθεια.

Όταν προσπαθείς να γράψεις κάτι προφορικά, πας όπως σε πάει το αυτί. Οπότε πολλές φορές έχεις δύο και τρεις τύπους για την ίδια λέξη, που όμως στο χαρτί φαίνονται λάθος. Είπαμε, λοιπόν, ότι θα ακολουθήσουμε την κανονική ορθογραφία όταν έχουμε πλάγιο λόγο και την προφορική όταν έχουμε ευθύ.

Ήθελα να χρησιμοποιήσω τις λέξεις με τέτοιον τρόπο ώστε να σου δίνει την εντύπωση ότι ακούς αυτό το ιδίωμα χωρίς όμως να είναι μία πιστή καταγραφή. Γιατί μία πιστή καταγραφή θα σήμαινε πολλές φορές ότι δεν "διαβάζεται αυτό το πράγμα".

Το πείραμα που κάναμε είναι ότι το δώσαμε σε ανθρώπους που ήταν οι αναγνώστες μας και τους ρωτήσαμε πώς τους φαίνεται η μία εκδοχή (σ.σ.: με την πιστή απόδοση) και η άλλη και δεν κατάλαβαν τη διαφορά. Οπότε, είπαμε ότι το ζητούμενο, που είναι να πειστεί ο αναγνώστης ότι ο ήρωας μιλάει αυτή τη γλώσσα, το έχουμε. Άρα δεν χρειάζεται να τον δυσκολέψουμε και οπτικά».

Να ντύσουμε τους ήρωες

«Η αμέσως επόμενη γενιά εκείνων που πολέμησαν, η γενιά του παππού μου, δηλαδή, συχνά πυκνά αναφέρονταν στους πατεράδες τους και τον πόλεμο και άφηναν να εννοηθεί αρκετά ρητά ότι διαπράχθηκαν εγκλήματα στη Μικρά Ασία. Όλα αυτά, λοιπόν, εγώ τα κράτησα.

Όλοι μου οι ήρωες προήλθαν από διαβάσματα που έχουν να κάνουν με το διδακτορικό μου, το οποίο είναι βασισμένο μεν στην αρχαία ιστορία αλλά έχει να κάνει με στρατιώτες. Με αφορμή αυτό, λοιπόν, ξεκίνησα να διαβάζω Στρατιωτική Ψυχιατρική, οπότε άνοιξε λίγο το φάσμα πάνω στο μετατραυματικό στρες κτλ. Αυτός με έναν τρόπο ήταν ο οδηγός μου στη σκιαγράφηση χαρακτήρων. Επιπλέον, άντλησα και πληροφορίες από το γενικότερο αίσθημα της αφήγησης για το μικρασιατικό».

Και, η ερώτηση του δισεκατομμυρίου (δολαρίων): Έχουμε HBO, Netflix, BBC και μία παραγωγή με σκηνοθέτη τον Πάνο Κοκκινόπουλο. Ποιος κερδίζει να γυρίσει το «Γκιακ» σε mini series;

Του πήρε λιγότερο από ένα δευτερόλεπτο για να απαντήσει...

«HBO. Η αλήθεια είναι ότι στο Netflix, που το έβαλα και πρόσφατα, δεν έχω ακόμα δει κάποια σειρά να τρελαθώ. Ναι, οκ, ωραίο το "Stranger Things" αλλά το HBO έχει... (σ.σ.: Τον διακόπτω με ένα "το Game of Thrones»; Μου απαντάει ένα «όχι, εντάξει, αυτό είναι λίγο πιο ποπ) το "The Night of" που είναι πολύ στιβαρό δραματικά».

Μία σημαντική σημείωση

Τώρα που μιλάμε, ο Δημοσθένης δουλεύει στη Faliro House ως content creator πάνω σε ένα τηλεοπτικό πρότζεκτ. Το οποίο, μέχρι στιγμής, είναι μία horror σειρά.

H trash ένοχη απόλαυση του Δημοσθένη

«Με τα παιχνίδια του υπολογιστή είναι που νεκρώνομαι. Παίζω το "Hard Stone", ένα παιχνίδι με κάρτες στρατηγικής αλλά και "RPG" παίζω πολύ».

Η λέσχη των αθεράπευτα διανοουμένων

«Είμαστε μορφωμένοι. Τηρουμένων των αναλογιών πάντα, και σε σύγκριση με το τι γίνεται στις άλλες χώρες τώρα, θεωρώ ότι στη χειρότερη των περιπτώσεων είμαστε οκ. Στα καλλιτεχνικά, για παράδειγμα, όπως στο θέατρο, έχουμε κουλτούρα και μάλιστα μεγάλη. Ίσως δεν έχουμε στην όπερα ή την κλασική μουσική.

Είναι η εύκολη λύση να πεις ότι δεν υπάρχει τίποτα γιατί εσύ έχεις κουραστεί να ψάχνεις.

Έχει διαμορφωθεί πλέον μία γενιά ανθρώπων που έχουμε την ίδια εκπαίδευση. Άρα πρέπει να ορίσουμε ποιος είναι ο μορφωμένος. Αυτός που έχει τελειώσει πανεπιστήμιο; Γιατί γύρω στο 70% από εμάς έχουν τελειώσει πανεπιστήμιο και ημιμαθείς είμαστε όλοι».

Τα πτυχία, η παιδεία, η έρευνα, οι τίτλοι, η μόρφωσή του θα μπορούσαν να του δώσουν το χρυσό ή μάλλον το γραμμένο σε πάπυρο εισιτήριο για τον κύκλο των ελλήνων διανοούμενων. Εκείνος, θα το έπαιρνε; Εκεί ήταν που άναψε ένα τσιγάρο.

«Πρέπει να ορίσουμε πρώτα τι σημαίνει "διανοούμενος". Για μένα είναι λίγο περίεργα φορτισμένος ο όρος. Διανοούμενος μπορεί να είναι και ένας άνθρωπος χωρίς τα τυπικά χαρακτηριστικά, δηλαδή κάποιος που δεν έχει τελειώσει πανεπιστήμιο, δεν έχει συνεχίσει σε μεταπτυχιακά, η δουλειά του δεν είναι πνευματική, δεν έχει διαβάσει αλλά παρόλα αυτά, μπορεί και στοχάζεται.

Διανοούμενος είναι ένας άνθρωπος που μπορεί να σκέφτεται για τον εαυτό του και για τον κόσμο.

Έχω μία σχετική αλλεργία με παρέες που φοράνε ταμπέλες γιατί αυτό υποκρύπτει έναν ελιτισμό βαρβάτο. Αυτό είναι στην ουσία του υπονομευτικό κάθε προσπάθειας που υποτίθεται ότι προσπαθεί να κάνει ένας διανοούμενος, γιατί σημαίνει αποκοπή από τον κόσμο και άρα περιορισμένη δυνατότητα παρακολούθησης του τι συμβαίνει εκεί έξω.

Μετά, λοιπόν, γεννιέται και το ερώτημα «εσένα η λειτουργία σου στον κόσμο ως διανοούμενος ποια είναι ακριβώς;»

Άρθρο της Έρρικα Ρούσσου

Πηγή https://www.athensvoice.gr/culture/book/514815_o-dimosthenis-papamarkos-einai-o-36hronos-poy-pidixe-apo-internet-kai?fbclid=IwAR0huMq4qyBjhqCqyzPQdkzfrAw1tRwwCxvV_zNQltiVpxOKzja2zC08CLE